- αποκρούω
- (AM ἀποκρούω) [κρούω]1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα)3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον)μσν.-νεοελλ., (-ομαι)απομακρύνω, εξουδετερώνωαρχ.-μσν.εκδιώκω κάποιον από κάπουαρχ.(-ομαι)1. πέφτω κάτω (από άλογο)2. (για αγγείο) σπάω.
Dictionary of Greek. 2013.